- προσερώ
- -έω, Α(ως μέλλοντας τού προσαγορεύω)1. προσαγορεύω, προσφωνώ («ὕστατον δή σε προσεροῡσι νῡν οἱ ἐπιτήδειοι» Πλάτ.)2. ονομάζω, αποκαλώ κάποιον με όνομα («τί προσεροῡμεν ὄνομα συμπάσας δυνάμεις;», Πλάτ.)3. παθ. προσεροῡμαι, -έομαιδιατάσσομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐρῶ, μέλλ. τού λέγω).
Dictionary of Greek. 2013.